πτερυγισμός

πτερυγισμός
ο, Ν [πτερυγίζω]
1. γρήγορη κίνηση τών πτερύγων, φτερούγισμα
2. ιατρ. διαταραχή τού καρδιακού ρυθμού, μορφή ρυθμικής ταχυκαρδίας, που μπορεί να αφορά τους κόλπους ή τις κοιλίες τής καρδιάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοιλιακός πτερυγισμός — Γρήγορες, ασυντόνιστες, μη αποτελεσματικές συστολές των κοιλιών της καρδιάς, που αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορεί να αποβούν μοιραίες …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”